επικυρώσιμος

επικυρώσιμος
-η, -ο
που μπορεί κανείς να επικυρώσει, ο άξιος να επικυρωθεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επικυρώσιμος — η, ο [επικύρωση] αυτός που μπορεί ή αξίζει να επικυρωθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”